Ποιο καρδιολογικό φάρμακο επηρεάζει το θυρεοειδή;

Σε κατάσταση ηρεμίας στα υγιή άτομα η καρδιακή συχνότητα κυμαίνεται συνήθως ανάμεσα σε 60-80 παλμούς ανά λεπτό. Μια σειρά από ασθένειες μπορούν να διαταράξουν αυτό το ρυθμό και ως εκ τούτου απαιτούν θεραπεία με ειδικά αντιαρρυθμικά φάρμακα.
Η αμιοδαρόνη είναι ένα από τα συνηθέστερα ορισμένα αντιαρρυθμικά παγκόσμια λόγω της μεγάλης αποτελεσματικότητάς της.
Δυστυχώς, ο θυρεοειδής αδένας μπορεί να επηρεαστεί από την αμιωδαρόνη στο 20% των ασθενών, με περιπτώσεις που κυμαίνονται από μικρές μεταβολές στις εξετάσεις λειτουργίας του θυρεοειδούς μέχρι έναν εμφανή υπερ- ή υποθυρεοειδισμό.
Οι ασθενείς που επηρεάζονται θα πρέπει να εξετάζονται από έναν ειδικό του θυρεοειδούς, έναν ενδοκρινολόγο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν χρειάζονται ειδικά φάρμακα για το θυρεοειδή και αν πρέπει η θεραπεία αμιοδαρόνη να ανασταλεί.
Οι θυρεοειδικές ορμόνες είναι μόρια που περιέχουν ιώδιο και τα θυρεοειδικά κύτταρα είναι εξοπλισμένα με ειδικούς υποδοχείς για την πρόσληψη του ιωδίου από την κυκλοφορία του αίματος, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για τη σύνθεση θυρεοειδικών ορμονών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, το μόριο της αμιοδαρόνης περιέχει επίσης ιώδιο και ομοιάζει εκείνων των ορμονών του θυρεοειδούς, οδηγώντας έτσι στην αύξηση της καθημερινής πρόσληψης ιωδίου σε ασθενείς που λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.

Σε ασθενείς με προϋπάρχοντα οζίδια του θυρεοειδούς ή νόσο του Graves (μια μορφή υπερθυρεοειδισμού), αυτό το αυξημένο φορτίο ιωδίου μπορεί να τροφοδοτήσει μια ακόμα μεγαλύτερη παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών και έτσι να οδηγήσει σε υπερθυρεοειδισμό.
Ένας άλλος τρόπος μέσω του οποίου η αμιωδαρόνη μπορεί να προκαλέσει υπερθυρεοειδισμό είναι μέσω της άμεσης επίδρασης της στο θυρεοειδή αδένα, οδηγώντας σε καταστροφή του θυρεοειδικού ιστού με αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη απελευθέρωση των θυρεοειδικών ορμονών που είναι αποθηκευμένες σε αυτόν.

Το γεγονός αυτό αυξάνει τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στην κυκλοφορία του αίματος και προκαλεί την εμφάνιση παροδικών συμπτωμάτων του υπερθυρεοειδισμού, που συνήθως υποχωρούν μετά από εβδομάδες μέχρι μήνες.
Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών τρόπων με τους οποίους η αμιωδαρόνη προκαλεί υπερθυρεοειδισμό μπορεί να είναι δύσκολη και το καλύτερο είναι να επιστρατευτεί ένας ενδοκρινολόγος.

Αντίθετα, η περίσσεια ιωδίου που προκαλείται από την αμιωδαρόνη μπορεί επίσης να οδηγήσει σε υποθυρεοειδισμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις η διάγνωση του υποθυρεοειδισμού είναι απλή και γίνεται με τον προσδιορισμό αυξημένων επιπέδων TSH στον ορό.

Ωστόσο, οι ασθενείς που λαμβάνουν αμιωδαρόνη μπορεί επίσης να εμφανίζουν αυξημένη TSH ορού, η οποία δεν συνδέεται πάντα με πραγματική κλινική εμφάνιση υποθυρεοειδισμού.
Στην πραγματικότητα, πολλοί ασθενείς τους πρώτους μήνες μετά την έναρξη θεραπείας με αμιοδαρόνη έχουν αυξημένα επίπεδα TSH ορού (σε εύρος 10-20mIU / L), που συνδέεται όμως με υψηλά επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών (Τ4), γεγονός το οποίο δεν είναι συμβατό με έναν αληθή υποθυρεοειδισμό.

Η συνύπαρξη αυξημένης TSH ορού και αυξημένης Τ4 έχει αποδειχθεί ότι οφείλεται σε ελαττωματική λειτουργία του γονιδίου για τη deiodinase (D2), ένα ένζυμο που μετατρέπει την Τ4 σε Τ3. Αυτή η παρατήρηση οδήγησε τους ερευνητές να υποθέσουν ότι η αμιωδαρόνη μπορεί να αναστείλει τη D2.

Αυτή η ανασταλτική επίδραση στη D2 διαταράσσει την μετατροπή της Τ4 και “αναγκάζει” την υπόφυση να εκκρίνει περισσότερη TSH.
Για τη διάγνωση του υποθυρεοειδισμού απαιτείται η αύξηση της TSH ορού σε συνδυασμό με χαμηλές ή κοντά στο κατώτερο φυσιολογικό όριο τιμές Τ4 ή όταν η αύξηση της TSH επιμένει πέρα από περίπου 6 μήνες υπό θεραπεία με αμιωδαρόνη.
Πολλοί ασθενείς που λαμβάνουν αμιωδαρόνη και ανακαλύπτουν μία δυσλειτουργία του θυρεοειδούς αναρωτιούνται εάν η λήψη του φαρμάκου πρέπει να διακοπεί.
Εάν ο ασθενής εμφανίζει υποθυρεοειδισμό πιθανώς όχι, επειδή αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς με θεραπεία αντικατάστασης ορμονών του θυρεοειδούς μέσω της πρόσληψης δισκίων λεβοθυροξίνης.
Στις περιπτώσεις που η αμιωδαρόνη προκαλεί υπερθυρεοειδισμό, η συνέχιση της θεραπείας πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά από τον καρδιολόγο και τον ενδοκρινολόγο καθώς η αμιωδαρόνη χρησιμοποιείται συχνά για τον έλεγχο αρρυθμιών που απειλούν τη ζωή.

Επίσης, η αμιωδαρόνη έχει μεγάλο χρόνο ημιζωής (παραμένει αρκετό διάστημα μετά τη διακοπή της στον οργανισμό) και έτσι η διακοπή δεν θα έχει άμεση επίδραση στο θυρεοειδή.
Ως εκ τούτου, οι ασθενείς με σοβαρό υπερθυρεοειδισμό στους οποίους η διακοπή της αμιωδαρόνης κρίνεται αναγκαία, πρέπει να λαμβάνουν ειδική θεραπεία για τον υπερθυρεοειδισμό με αντιθυρεοειδικά φάρμακα πριν επιχειρήσουν να σταματήσουν τη θεραπεία με αμιοδαρόνη.
Η αμιοδαρόνη συμπερασματικά αποτελεί μία αποτελεσματική θεραπεία για πολλούς τύπους καρδιακών αρρυθμιών, αλλά μπορεί να προκαλέσει υπερ- ή υποθυρεοειδισμό.
Η διερεύνηση της αιτιολογίας της δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς είναι σημαντική, καθώς αυτές οι παρενέργειες του φαρμάκου χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης, που απαιτεί σε κάθε περίπτωση τη συνεργασία ενδοκρινολόγου και καρδιολόγου.

Ευαγγελία ΓιαζιτζόγλουΕνδοκρινολόγος, Θεσσαλονίκη

Διαβάστε ακόμη: Ποια φάρμακα αυξάνουν την TSH σου;

Facebooktwittermail

Αφήστε μια απάντηση