H λεβοθυροξίνη (L-T4) είναι το φάρμακο που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για τη θεραπεία υποκατάστασης σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό. Η λεβοθυροξίνη χρησιμοποιείται επίσης ως θεραπεία καταστολής μετά από χειρουργική αφαίρεση καρκίνου του θυρεοειδούς και για τη θεραπεία ασθενών με οζώδη βρογχοκήλη, προκειμένου να ανασταλεί η ανάπτυξή τους, αν και αυτή η χρήση αμφισβητείται ακόμη.
Η λεβοθυροξίνη απομονώθηκε για πρώτη φορά από τον Kendall το 1914, από αφυδατωμένο θυρεοειδή ζωικής προέλευσης.
Η συνθετική L-Τ4 τέθηκε σε χρήση για τη θεραπεία νόσων του θυρεοειδούς στη δεκαετία του 1950.
Παραδοσιακά, η λεβοθυροξίνη είναι διαθέσιμη σε μορφή δισκίου. Περίπου το 60-90% της δόσης απορροφάται στη νήστιδα και τον ειλεό μέσα σε 3 ώρες από τη λήψη. Η απορρόφηση είναι μέγιστη όταν λαμβάνεται με άδειο στομάχι, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία της γαστρικής οξύτητας στη διαδικασία.
Στην πραγματικότητα, το οξύ γαστρικό ρΗ είναι απαραίτητο για τη διάλυση του δισκίου, την αφαίρεση των ιόντων νατρίου και τη μετατροπή της L-Τ4 σε ένα λιπόφιλο μόριο.
Πρόσφατα, νέες μορφές L-T4, όπως μια κάψουλα μαλακής γέλης (soft gel capsule) και η λεβοθυροξίνη σε υγρή μορφή, έχουν διατεθεί…
Η θεραπεία με δισκία λεβοθυροξίνης δεν είναι πάντα «εύκολη»:
Αιτίες δυσαπορρόφησης
Ακόμα κι αν η λεβοθυροξίνη συνταγογραφείται για περισσότερα από 60 χρόνια, σχεδόν το 50% των ασθενών που τη λαμβάνουν εμφανίζουν διάφορες ανωμαλίες στο προφίλ των θυρεοειδικών ορμονών μετά από ένα έτος θεραπείας.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να εξηγήσουμε αυτό το γεγονός. Αρχικά, αρκετές καταστάσεις και ασθένειες που σχετίζονται με το γαστρεντερικό σωλήνα μπορεί να επηρεάσουν τη φαρμακοκινητική του δισκίου Τ4.
Οι πιο κοινές ασθένειες είναι αυτές που μεταβάλλουν το όξινο περιβάλλον του στομάχου όπως οι λοιμώξεις με το Helicobacter Pylori (HP) – ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού που σχετίζεται με την εμφάνιση γαστρίτιδα και η ατροφική γαστρίτιδα του σώματος του στομάχου.
Έρευνες έχουν καταδείξει σαφώς ότι οι ασθενείς με διαταραχές της έκκρισης γαστρικού οξέος απαιτούν αυξημένη δόση της θυροξίνης.
Επίσης, η αλλαγή στο pH που προκαλείται από φάρμακα που χρησιμοποποιούνται ευρέως για τη θεραπεία νόσων του στομάχου μπορεί να είναι υπεύθυνη για τη μειωμένη απορρόφηση της λεβοθυροξίνης.
Μια άλλη κατάσταση που απαιτεί αυξημένη δόση μορφή δισκίου L-Τ4 είναι η κοιλιοκάκη.
Μια πρόσφατη μελέτη σε ασθενείς με κοιλιοκάκη που επηρεάζονται από υποθυρεοειδισμό λόγω της θυρεοειδίτιδας του Hashimoto έδειξε ότι αν δεν ακολουθούσαν ελεύθερη γλουτένης δίαιτα, η θεραπευτική δόση Τ4 έπρεπε να αυξηθεί κατά τουλάχιστον 50%. Δεδομένου του αυξημένου επιπολασμού της κοιλιοκάκης σε ασθενείς με θυρεοειδή αυτοανοσία (2-5%), συνιστάται να εξετάζεται πάντα η διερεύνηση μια άγνωστης γαστρεντερικής διαταραχής σε άτομα υπό χρόνια θεραπεία με L-Τ4 που εμφανίζουν ξαφνικά την ανάγκη για μία αυξημένη δόση θυροξίνης.
Η δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αυξημένη ανάγκη για λεβοθυροξίνη. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλά δισκία σκευάσματος L-T4 περιέχουν λακτόζη, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επαγωγή της διαταραχής με κάθε χορήγηση του φαρμάκου.
Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι και άλλα φάρμακα μπορεί να επηρεάσουν την απορρόφηση της L-Τ4. Δείτε εδώ.
Τα καινούρια σκευάσματα της λεβοθυροξίνης και η πιθανή χρήση τους
Σήμερα, νέες μορφές λεβοθυροξίνης είναι διαθέσιμες όπως οι κάψουλες μαλακής γέλης και η λεβοθυροξίνη σε υγρή μορφή.
Η μαλακή κάψουλα περιέχει λεβοθυροξίνη διαλυμένη σε γλυκερίνη μέσα σε κάψουλα- εξωτερική ζελατίνη.
Αυτή η δομή παρέχει προστασία από τις διακυμάνσεις του γαστρικού ρΗ και θα μπορούσε επίσης να αποτρέψει τη δέσμευση από άλλες ουσίες στον εντερικό αυλό, όπως ο καφές ή άλλα φάρμακα (για παράδειγμα τα άλατα ασβεστίου ή σιδήρου).
Η υγρή μορφή αποτελείται μόνο από λεβοθυροξίνη σε διάφορες συγκεντρώσεις, γλυκερίνη και αιθανόλη. Το πιο σημαντικό πλεονέκτημα της από του στόματος λαμβανόμενης υγρής μορφής, σε σύγκριση με το στερεό σκεύασμα, είναι η δυνατότητα χορήγησης σε ασθενείς που δεν μπορούν να καταπιούν ολόκληρα καψάκια ή δισκία.
Επιπλέον, όπως φαίνεται σε μια πρόσφατη μελέτη in vivo, το σκεύασμα υγρής λεβοθυροξίνης παρέχει επίσης καλύτερες δυνατότητες απορρόφησης.
Μάλιστα, οι Yue et al έχουν δείξει ότι η υγρή λεβοθυροξίνη εισέρχεται στο αίμα ταχύτερα από το δισκίο ή την κάψουλα μαλακής γέλης (η μέγιστη συγκέντρωση επιτυγχάνεται κατά μέσο όρο σε 30 λεπτά).
Αναστολείς αντλίας πρωτονίων και θεραπεία με λεβοθυροξίνη
Επειδή και η λεβοθυροξίνη και οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων (ΑΑΠ) είναι από τα κορυφαία συνταγογραφούμενα φάρμακα σε όλο τον κόσμο, δεν είναι ασυνήθιστο να υπάρχουν ασθενείς που τα λαμβάνουν συγχρόνως.
Με την αναστολή της αντλίας Η + / Κ + ΑΤΡάσης στα γαστρικά τοιχωματικά κύτταρα, οι ΑΑΠ αυξάνουν το γαστρικό pH και επομένως βλάπτουν τη διάλυση του δισκίου λεβοθυροξίνης, που συμβαίνει στο όξινο περιβάλλον του στομάχου, μειώνοντας έτσι την απορρόφησή της.
Όταν με τη θεραπεία με λεβοθυροξίνη δεν “φτάνουμε” τις επιθυμητές τιμές TSH, συχνά ακολουθεί η αύξηση της ημερήσιας δόσης.
Πρόσφατες μελέτες έχουν καταδείξει σαφώς ότι η δυσαπορρόφηση του δισκίου Ι_Τ4 που επάγεται από τους ΑΑΠ επιλύεται αποτελεσματικά τόσο με την κάψουλα μαλακής γέλης όσο και με την υγρή λεβοθυροξίνη.
“Καλό πρωινό για μια καλή μέρα”
Ο καφές έχει βρεθεί ότι μειώνει την απορρόφηση της L-Τ4. Μελέτες έχουν δείξει ότι η νατριούχος λεβοθυροξίνη αποικοδομείται ταχέως στους 60 ° C.
Αντιστρόφως, η αποικοδόμηση του σκευάσματος της υγρής λεβοθυροξίνης σε γάλα, τσάι, καφέ με γάλα γίνεται γύρω στους 50 ° C. Αποτελέσματα από μια μικρή ομάδα 54 ασθενών, οι οποίοι κατανάλωναν από το στόμα υγρή L-Τ4 λίγα λεπτά πριν από το πρωινό έδειξαν ότι είχαν συγκρίσιμες τιμές θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα τους σε σχέση με συτούς που την έλαβαν μέχρι και μία ώρα πριν το πρωινό.
Ενδεχομένως, η παρουσία του αλκοόλ (αιθανόλης) στο υγρό σκεύασμα να παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτήν την ταχύτερη απορρόφηση της Τ4.
Υγρή λεβοθυροξίνη και παιδιατρικοί ασθενείς
Η χορήγηση λεβοθυροξίνης σε βρέφη μπορεί να παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τη χορήγηση σε μορφή ταμπλέτας, η οποία χρειάζεται συχνά να συνθλιφτεί. Η χρήση του σκευάσματος υγρής L-T4 έχει διερευνηθεί ήδη σε παιδιατρικούς ασθενείς με συγγενή υποθυρεοειδισμό. Αυτή είναι η πιο συχνή συγγενής ενδοκρινική διαταραχή και η έγκαιρη θεραπεία επιτρέπει την κανονική ψυχική και σωματική ανάπτυξη. Ωστόσο, κάποια παιδιά, παρά την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, παρουσιάζουν ανώμαλη ψυχική ανάπτυξη και κακή μακροχρόνια έκβαση.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό το φαινόμενο, όπως η ηλικία κατά την έναρξη της θεραπείας, κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες, η συμμόρφωση των γονέων και η αρχική δόση της λεβοθυροξίνης.
Οι Peroni et al συνέκριναν τη χορήγηση σκευασμάτων υγρής L-T4 και δισκίων σε βρέφη, στην αρχική θεραπεία του συγγενούς υποθυρεοειδισμού, αποδεικνύοντας ότι η ομαλοποίηση της TSH επιτυγχάνεται σε σημαντικά περισσότερα παιδάκια που λαμβάνουν το υγρό σκεύασμα σε σύγκριση με εκείνα που λαμβάνουν το δισκίο λεβοθυροξίνης.
Επιπλέον, τα βρέφη υπό θεραπεία με υγρό σκεύασμα παρουσίαζαν σημαντικά χαμηλότερες τιμές TSH.
Πολλές μελέτες δείχνουν, συμπερασματικά, για πρώτη φορά ότι η “υγρή” λεβοθυροξίνη θα μπορούσε να μειώσει το πρόβλημα της δυσαπορρόφησης L-Τ4 που συναντάται κατά τη χρήση παραδοσιακών δισκίων και να αποτελέσει εναλλακτική λύση για διάφορες ειδικές κατηγορίες ασθενών με υποθυρεοειδισμό.
Ευαγγελία Γιαζιτζόγλου MD, Ενδοκρινολόγος, Θεσσαλονίκη
Διαβάστε ακόμη
Ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας με λεβοθυροξίνη
Πηγές:
http://press.endocrine.org/doi/pdf/10.1210/jc.2014-2684
http://www.eje-online.org/content/170/1/95.full
https://www.karger.com/Article/Pdf/110591
http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4130840/