Η υποξεία θυρεοειδίτιδα (κοκκιωματώδης ή γιγαντοκυτταρική ή θυρεοειδίτιδα De Quervain) είναι μια φλεγμονώδης πάθηση του θυρεοειδούς αδένα, πιθανότατα ιογενούς αιτιολογίας που εμφανίζεται συνήθως λίγες εβδομάδες μετά από λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού. Αποτελεί το 5% των κλινικών θυρεοειδικών διαταραχών και αφορά κυρίως γυναίκες, οι οποίες προσβάλλονται έως και τρεις φορές συχνότερα από τους άνδρες, συχνότερα σε ηλικίες 30-50 ετών.
Πολλοί ιοί, όπως της παρωτίτιδας, ο ιός coxsackie, της γρίπης, αδενοϊοί και echo ιοί, έχουν ενοχοποιηθεί, είτε λόγω ανεύρεσης του ιού σε κύτταρα βιοψίας, είτε λόγω της ανίχνευσης αυξημένων τίτλων αντισωμάτων έναντι στον ιό στη διάρκεια της λοίμωξης. Οι προσπάθειες όμως ανίχνευσης του ιού στους ασθενείς είναι συχνά ανεπιτυχείς και δεν επηρεάζουν τη θεραπεία της θυρεοειδίτιδας. Η ανίχνευση HLA-B35 σε αυξημένη συχνότητα στις υποξείες θυρεοειδίτιδες μαρτυρά και κάποια γενετική προδιάθεση.
Τα συμπτώματα της υποξείας θυρεοειδίτιδας
Ο ασθενής με υποξεία θυρεοειδίτιδα εμφανίζει συνήθως πυρετό, κακουχία, εύκολη κόπωση, μυαλγίες και κυρίως άλγος στον τράχηλο άμφω ή και ετερόπλευρα, συχνά με αντανάκλαση του άλγους στην κάτω γνάθο και το σύστοιχο αυτί. Συνήθως δεν συνυπάρχει διόγκωση των λεμφαδένων, ενώ όχι σπάνια παρατηρείται και δυσκαταποσία.
Υπάρχει και η μεταναστευτική (έρπουσα) μορφή της υποξείας θυρεοειδίτιδας (creeping thyroiditis) κατά την οποία τα συμπτώματα μεταναστεύουν από τη μία περιοχή στην άλλη.
Στην υποξεία θυρεοειδίτιδα παρατηρούνται τρεις κλινικές φάσεις:
- Η υπερθυρεοειδική φάση στη διάρκεια της οποίας είναι οι τιμές των Τ3 και Τ4 υψηλές λόγω της μαζικής απελευθέρωσής τους στην κυκλοφορία, εξαιτίας της καταστροφής του θυρεοειδικού ιστού. Η TSH και η πρόσληψη ραδιενεργού ιωδίου 131Ι είναι χαμηλές. Εκδηλώνεται με συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού, όπως φλεβοκομβική ταχυκαρδία, εφίδρωση, λεπτό τρόμο και ενδεχομένως απώλεια βάρους. Δεν υπάρχει οφθαλμοπάθεια.
- Μια παροδική ευθυρεοειδική φάση και στη συνέχεια μια
- Yποθυρεοειδική φάση με αύξηση της TSH, μείωση των επιπέδων των Τ3 και Τ4, μειωμένη πρόσληψη ραδιενεργού ιωδίου 131Ι και ανώδυνο θυρεοειδή.
Τελικά, όταν αποκαθίσταται η φυσιολογική σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών, επιστρέφουν τα φυσιολογικά επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών και της TSH. Κάθε φάση, τυπικά, διαρκεί περίπου 4-6 εβδομάδες.
Πώς γίνεται η διάγνωση της υποξείας θυρεοειδίτιδας;
Στην κλινική εξέταση, ο αδένας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος, ώστε ο ασθενής να αντιδρά στην ψηλάφησή του.
Από τα εργαστηριακά αυρήματα, η ταχύτητα καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ) είναι υψηλή, συνήθως τριψήφια, στοιχείο που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της διάγνωσης.
Μπορεί να συνυπάρχει ήπια λευκοκυττάρωση και ήπια αναιμία, αλλά όχι απαραίτητα και τα αντιθυρεοειδικά αντισώματα είναι συνήθως αρνητικά, γεγονός που βοηθάει στη διαφοροδιάγνωση αυτής από τις άλλες θυρεοειδίτιδες.
Στην αρχική φάση μπορεί να εμφανιστούν αυξημένες και οι τρανσαμινάσες, που επιστρέφουν όμως στα φυσιολογικά επίπεδα αργότερα.
Κατά τη διάρκεια της υπερθυρεοειδικής ή της ευθυρεοειδικής φάσης η πρόσληψη του ραδιενεργού ιωδίου (131I) είναι χαρακτηριστικά χαμηλή σε αντίθεση με τη νόσο Graves και αποτελεί εύρημα διαγνωστικής σημασίας σε υπερθυρεοειδικό ασθενή. Υπερηχογραφικά ο θυρεοειδής αδένας εμφανίζεται υπόηχος, με φτωχή αγγείωση.
Η διαφορική διάγνωση της υποξείας θυρεοειδίτιδας περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
- Οξεία πυώδη θυρεοειδίτιδα
- Νόσο του Graves με επώδυνη βρογχοκήλη
- Θυρεοειδίτιδα Hashimoto με επώδυνη βρογχοκήλη
- Αιμορραγία σε όζο του θυρεοειδούς
- Καρκίνωμα του θυρεοειδούς αδένα
- Φαρυγγίτιδα
- Οισοφαγίτιδα
- Μέση ωτίτιδα
- Οδοντικό απόστημα
- Σύνδρομο κροταφογναθικής άρθρωσης
- “Έμφραγμα” θυρεοειδικού αδενώματος
Θεραπεία και πορεία της υποξείας θυρεοειδίτιδας
Η θεραπεία στοχεύει στην ανακούφιση από τον πόνο και τη βελτίωση των συμπτωμάτων της θυρεοτοξίκωσης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις αρκεί μόνο η συμπτωματική αγωγή, με ασπιρίνη και μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη.
Σε σοβαρές καταστάσεις και όπως και σε περιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται στην αγωγή με τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη μετά από 2-3 μέρες θεραπείας, χορηγούνται κορτικοστεροειδή, όπως πρεδνιζολόνη.
Με την κορτιζόνη παρατηρείται αμέσως θεαματική βελτίωση όλων των συμπτωμάτων και η χορήγησή της στην υποξεία θυρεοειδίτιδα έχει και διαγνωστική σημασία.
Η πρώιμη απόσυρση των κορτικοειδών ενδέχεται να οδηγήσει σε υποτροπή της νόσου. Οι υποτροπές είναι συχνές στην υποξεία θυρεοειδίτιδα. Η υποτροπή μπορεί να συμβεί όταν “πέφτουν” οι FT4 και T3 και “ανεβαίνει” η TSH, όταν ο αδένας αρχίζει να ανακύπτει, γι αυτό και είναι σημαντική σε αυτή τη φάση η αγωγή με θυροξίνη.
Η δυσφορία στην περιοχή του τραχήλου ενδέχεται να παραμείνει για πολλούς μήνες.
Για τον έλεγχο των συμπτωμάτων της θυρεοτοξίκωσης χορηγούνται β- αποκλειστές. Τα αντιθυρεοειδικά- θυρεοστατικά φάρμακα δεν έχουν θέση γιατί ο υπερθυρεοειδισμός οφείλεται στην καταστροφή των θυλακιωδών κυττάρων και την απελευθέρωση των θυρεοειδικών ορμονών.
Στη φάση του υποθυρεοειδισμού χορηγείται θεραπεία υποκατάστασης με θυροξίνη σε χαμηλή δόση ώστε να επιτραπεί η αποκατάσταση της θυρεοειδικής λειτουργίας στο φυσιολογικό και σε αυτό το σημείο η θεραπεία διακόπτεται.
Στα 90-95% των περιπτώσεων της θυρεοειδίτιδας του de Quervain υπάρχει πλήρης αποκατάσταση, κλινική, εργαστηριακή και παθολογανατομική και μόνο στο 5-10% παραμένει μόνιμος υποθυρεοειδισμός που χρειάζεται θεραπεία υποκατάστασης με θυροξίνη, ιδιαίτερα στους ασθενείς με συμπίπτουσα θυρεοειδική αυτοανοσία, δηλαδή με αυξημένο τίτλο αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων.
Γιαζιτζόγλου Ευαγγελία MD, ειδικός ενδοκρινολόγος
www.endoderma.gr
5 thoughts on “Υποξεία θυρεοειδίτιδα: συμπτώματα, διάγνωση και θεραπεία”